συκιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Συκιά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συκιά οι συκιές
      γενική της συκιάς των συκιών
    αιτιατική τη συκιά τις συκιές
     κλητική συκιά συκιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μια συκιά με μερικούς καρπούς.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συκιά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική συκ(ῆ), συνηρημένος τύπος του συκέα + -ιά[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /siˈca/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐κιά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συκιά θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Η συκαμινιά σχετίζεται παρετυμολογικά.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]