συμπόσιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συμπόσιο < αρχαία ελληνική συμπόσιον < σύν + πόσις < πίνω (3. (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική symposium)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συμπόσιο ουδέτερο
- (στην αρχαιότητα) συνάντηση σε κάποιο σπίτι που περιλάμβανε συχνά, εκτός από το φαγητό και την οινοποσία, ψυχαγωγικά θεάματα και συζήτηση για κάποιο φιλοσοφικό θέμα
- (επίσημο) γεύμα με πληθώρα συνδαιτυμόνων και ποικιλία φαγητών, επ’ ευκαιρία κάποιου σημαντικού ευχάριστου γεγονότος
- επιστημονική συνάντηση ειδικών σε κάποιο θέμα, συνέδριο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- συμποσιάζω
- συμποσιακός
- συμποσίαρχος
- συμποσιαστής
- συμποσιαστικά
- συμποσιαστικός
- συμποσιαστικώς
- → δείτε τις λέξεις συν και πίνω