συμφέρον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμφέρον < αρχαία ελληνική συμφέρον, ουδέτερο του συμφέρων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος συμφέρω < συν- + φέρω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συμφέρον ουδέτερο
- αυτό που αποφέρει κέρδος ή ωφέλεια, ηθικού, συναισθηματικού και υλικού περιεχομένου
- Αυτό δεν είναι προς το συμφέρον σου
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- πλοίο ελληνικών συμφερόντων : για σκάφη με ξένη σημαία (συνήθως "σημαία ευκαιρίας"), που όμως ανήκουν σε Έλληνες.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συμφέρον
|
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μέλλον' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι μετοχών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)