συνέχομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνέχομαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
συνέχομαι
- εξαρτώμαι, συνδέομαι, συμπλέκομαι από τη σχέση με κάτι άλλο ή άλλον
- κυριαρχούμαι από ένα συναίσθημα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνέχομαι
|