συνασπίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συνασπίζω < λείπει η ετυμολογία

συνασπίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

συνασπίζω < λείπει η ετυμολογία

συνασπίζω

  1. πολεμάω μαζί με κάποιον υποστηρίζοντάς τον με την ασπίδα μου
  2. (μεταφορικά) υποστηρίζω