συνθετικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sin.θe.tiˈka/

Επίρρημα

[επεξεργασία]

συνθετικά

  1. με συνθετικό τρόπο
     αντώνυμα: αναλυτικά
  2. (μουσική) από την άποψη της σύνθεσης
    ※  Ταλαντούχος, τόσο συνθετικά όσο και στιχουργικά, ευαίσθητος, γεμάτος πάθος, ο Αττίκ βάζει τη σφραγίδα του στο ελληνικό ρομαντικό τραγούδι. (lifo.gr 2015.04.01.)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

συνθετικά


Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

συνθετικά ουδέτερο