συσπανσιόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συσπανσιόν < γαλλική suspension, άλλη μορφή του σουσπασιόν
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συσπανσιόν θηλυκό άκλιτο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συσπανσιόν
|