σφουγγαρόπανο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σφουγγαρόπανο ουδέτερο
- χοντρό πανί για σφουγγάρισμα
- Τρέχα να φέρεις το σφουγγαρόπανο να καθαρίσουμε αυτό το χάλι!