σχάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σχάζω < λείπει η ετυμολογία

σχάζω

  • ανοίγω κάτι σε δύο κομμάτια, σχίζω στα δύο
η μεγάλη ταχύτητα σχάζει τους πυρήνες των ατόμων
  • (για πλοία) ακολουθώ διαφορετική πορεί από αυτή που είχα μέχρι τώρα
το πλοίο σχάζει

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]