σχάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σχάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]σχάζω
- ανοίγω κάτι σε δύο κομμάτια, σχίζω στα δύο
- (για πλοία) ακολουθώ διαφορετική πορεί από αυτή που είχα μέχρι τώρα
- το πλοίο σχάζει
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σχάζω
|