σωματικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σωματικότητα < σωματικ(ός) + -ότητα, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική somatics
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /so.ma.tiˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σω‐μα‐τι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σωματικότητα θηλυκό
- (νεολογισμός) ο τρόπος εσωτερικής αντίληψης του σώματος από το ίδιο το άτομο
- ※ Η σωματικότητα στα θεάματα είναι ιδιοσυγκρασιακή και «περφορματίβ». Σημείο εκκίνησής της είναι οι φυσικές ιδιότητες, η σωματική πραγματικότητα, η προσωπικότητα, η αυτοβιογραφία κάθε χορευτή. (Ελένη Βαροπούλου, Η επίκαιρη σωματικότητα της Πίνα Μπάους, Το Βήμα, 24 Νοεμβρίου 2008)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
- Μαρία Γαλάνη, Σύγχρονος χορός: Ιστορία, εκπαίδευση, σύνθεση και χορογραφία, Ανοιχτά μαθήματα Πανεπιστημίου Πατρών
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ότητα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)