σύντεχνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σύντεχνος | οι | σύντεχνοι |
γενική | του | σύντεχνου & συντέχνου |
των | σύντεχνων & συντέχνων |
αιτιατική | τον | σύντεχνο | τους | σύντεχνους & συντέχνους |
κλητική | σύντεχνε | σύντεχνοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σύντεχνος αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σύντεχνος
|