σύριγγα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύριγγα οι σύριγγες
      γενική της σύριγγας των συρίγγων
    αιτιατική τη σύριγγα τις σύριγγες
     κλητική σύριγγα σύριγγες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μια άδεια σύριγγα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σύριγγα < γαλλική seringue < αρχαία ελληνική σῦριγξ (που σήμαινε σωλήνα, επίσης ήταν και μουσικό όργανο)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σύριγγα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]


δύο σύριγγες από την Ρουμανία

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σύριγγα < αρχαία ελληνική σῦριγξ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σύριγγα θηλυκό

  • (μουσική) πνευστό μουσικό όργανο που αποτελείται από μικρούς ξύλινους συνήθως σωλήνες δεμένους μαζί

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]