τάγκιν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τάγκιν < αγγλική tank
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τάγκιν ουδέτερο άκλιτο
- (κυπριακά) δεξαμενή υγρού
- το τάγκιν της πεζίνας (ρεζερβουάρ καυσίμου)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τάγκιν
|