τάγκο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τάγκο < → δείτε τη λέξη ταγκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τάγκο ουδέτερο άκλιτο