τάκλιν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τάκλιν ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) ελιγμός με το οποίο κάποιος παίκτης διεκδικεί ή αφαιρεί την μπάλα από αντίπαλο με προβολή του ποδιού και τρόπο σκληρό αλλά επιτρεπόμενο