τάλιρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
τάλιρα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τάλιρο
- (λαϊκότροπο) λεφτά, χρήματα
τάλιρα ουδέτερο