τάπερ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τάπερ < (άμεσο δάνειο) αγγλική Tupperware (εμπορική ονομασία αμερικάνικης εταιρείας)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τάπερ ουδέτερο άκλιτο
- γενική ονομασία για πλαστικά δοχεία φύλαξης τροφίμων τα οποία έχουν καπάκι που κλείνει με ερμητικό τρόπο