τέγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τέγος< από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα *teg- (στέγη), πρβ. λατινική tego (καλύπτω), γερμανική Decke (ταβάνι), αγγλική deck

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τέγος ουδέτερο, γενική: τέγεος

  1. στέγη, σκεπή
  2. οποιοσδήποτε χώρος με ταβάνι