τέκμαρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τέκμαρ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τέκμαρ και τέκμωρ
- τέλος, διαχωριστική γραμμή, σκοπός
- σημάδι, δείγμα
- ※ εἶεν· τόδ᾽ ἐστὶ τἀνδρὸς ἐκφανὲς τέκμαρ (Αισχύλος, Ευμενίδες, στίχ. 244, 5ος αιώνας π.Χ.)
- Και βέβαια· να σημάδι φανερό του ανθρώπου (Ευμενίδες, Μετάφραση Ιωάννης Γρυπάρης κείμενο στη Βικιθήκη)
- ※ εἶεν· τόδ᾽ ἐστὶ τἀνδρὸς ἐκφανὲς τέκμαρ (Αισχύλος, Ευμενίδες, στίχ. 244, 5ος αιώνας π.Χ.)
- σύμπτωμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- τεκμαίρομαι
- τεκμαίρω
- τεκμηριόω
- τεκμαρτός
- τεκμήριον
- τέκμαρσις
- ἀτέκμαρτος
- δυστέκμαρτος
- ἀξιοτέκμαρτος
- τεκμηρίωσις
- τεκμηριόομαι
- τεκμαρτικός
Πηγές[επεξεργασία]
- τέκμαρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τέκμαρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.