τέλος πάντων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
τέλος πάντων
- δήλωση ότι συμβιβαζόμαστε επιφανειακά με τα προηγούμενα
- αν και δεν συμφωνώ, τέλος πάντων, ας γίνει έτσι