τέμπλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τέμπλο | τα | τέμπλα |
γενική | του | τέμπλου | των | τέμπλων |
αιτιατική | το | τέμπλο | τα | τέμπλα |
κλητική | τέμπλο | τέμπλα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τέμπλο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τέμπλον < λατινική templum
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈtemˈblo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τέ‐μπλο
- παρώνυμο: τέμπλα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τέμπλο ουδέτερο
- (εκκλησιαστικός όρος, χριστιανισμός, αρχιτεκτονική) το προσκυνητάριο / εικονοστάσιο που στους ναούς των Ανατολικών Χριστιανικών Εκκλησιών διαχωρίζει το ιερό (βήμα) από τον υπόλοιπο ναό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τέμπλο
Πηγές[επεξεργασία]
- τέμπλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τέμπλο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Εκκλησιαστικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Χριστιανισμός (νέα ελληνικά)
- Αρχιτεκτονική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)