τέσσερις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τέσσερις < από το αρχαίο τέσσαρες.

Αριθμητικό

[επεξεργασία]

τέσσερις αρσενικό ή θηλυκό, γενική: τεσσάρων

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • να τον παν οι τέσσερις : να πεθάνει
  • σε τέσσερις τοίχους : μέσα σε ένα δωμάτιο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]