τέϊον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | τέϊον | τὰ | τέϊα | ||||
γενική | τοῦ | τεΐου | τῶν | τεΐων | ||||
δοτική | τῷ | τεΐῳ | τοῖς | τεΐοις | ||||
αιτιατική | τὸ | τέϊον | τὰ | τέϊα | ||||
κλητική ὦ! | τέϊον | τέϊα | ||||||
Συνήθως στον ενικό. | ||||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τέϊον < (λόγιο δάνειο) γαλλική thé → και δείτε τη λέξη τέιο
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈte.i.on/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τέ‐ϊ‐ον (επιπλέον διαλυτικά στη γραφή της καθαρεύουσας)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τέϊον ουδέτερο στον ενικό
- (καθαρεύουσα) το τσάι
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη τέιο
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .