ταμπά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ταμπάκο, ταμπάκος

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ταμπά < γαλλική tabac < ισπανική tabaco

Επίθετο

[επεξεργασία]

ταμπά άκλιτο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ταμπά ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]