ταμπλό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ταμπλό < (λόγιο δάνειο) γαλλική tableau[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ταμπλό ουδέτερο άκλιτο

  • η μεγάλη ορθογώνια ξύλινη επιφάνεια, ο πίνακας

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]