ταξινομικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]ταξινομικά < ταξινομικός
Επίρρημα
[επεξεργασία]ταξινομικά
- από ταξινομική άποψη
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ταξινομικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ταξινομικό