ταπελλογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ταπελλογράφος < ταμπέλα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ταπελλογράφος ή ταμπελογράφος αρσενικό
- (κυπριακά), (επάγγελμα) αυτός που φτιάχνει ταμπέλες, ο επιγραφοποιός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ταπελλογράφος
|