ταραχοποιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ταραχοποιά < ταραχοποιός
Επίρρημα[επεξεργασία]
ταραχοποιά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ταραχοποιά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ταραχοποιά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ταραχοποιό