ταρτούφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ταρτούφος < (λόγιο δάνειο) γαλλική Tartuffe[1] < ιταλική tartufo (το μανιτάρι τρούφα) < λατινική terra (γη) + tuber (είδος μηλιάς)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ταρτούφος αρσενικό

  1. κύριο πρόσωπο της ομώνυμης κωμωδίας του Μολιέρου, που έμεινε παροιμιώδες για την υποκρισία, απληστία και λαγνεία του
  2. υποκριτής, άπληστος, μοχθηρός

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]