ταυρόμορφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ταυρόμορφος, -η, -ο
- που έχει τη μορφή ταύρου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ταυρόμορφος
|
ταυρόμορφος, -η, -ο
|