ταυτοπροσωπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ταυτοπροσωπία θηλυκό
- το σύνολο των ιδιοτήτων η χαρακτηριστικών που ξεχωρίζουν κάποιο μέλος ενός συνόλου από τα υπόλοιπα και προσδιορίζουν την ιδιαίτερη φύση ενός ατόμου ή συνόλου
- (γραμματική) το συντακτικό φαινόμενο κατά το οποίο το ρήμα και το απαρέμφατο που εξαρτάται απ’ αυτό έχουν το ίδιο υποκείμενο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ταυτοπροσωπία
|