τα κάνω θάλασσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]τα κάνω θάλασσα (el)
- κάνω-προκαλώ μεγάλη ζημιά
- κάνω μεγάλο λάθος-σφάλμα
- έχω πολύ κακή επίδοση σε κάτι
Δείτε επίσης : τα, κάνω, θάλασσα |
τα κάνω θάλασσα (el)