τεθνεώτων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
τεθνεώτων αρσενικό ή ουδέτερο
- γενική πληθυντικού του τεθνεώς
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
τεθνεώτων αρσενικό ή ουδέτερο
- γενική πληθυντικού του τεθνεώς