τεμπελάκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τεμπελάκος < τεμπάλ(ης) + υποκοριστικό επίθημα -άκος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τεμπελάκος αρσενικό
- (οικείο) υποκοριστικό του τεμπέλης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε τεμπέλης
τεμπελάκος
|