τερατογονία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τερατογονία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τερατογονία < αρχαία ελληνική τέρας, τερατο- + -γονία < γίγνομαι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /te.ɾa.to.ɣoˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐ρα‐το‐γο‐νί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τερατογονία θηλυκό
- η γέννηση ενός τέρατος ή το σύνολο των διεργασιών ή παραγόντων που συντελούν σε κάτι τέτοιο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- τερατογένεση
- τερατογονικός
- τερατογόνος
- → δείτε τις λέξεις τέρας και γίνομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τερατογονία
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | τερατογονίᾱ | αἱ | τερατογονίαι |
γενική | τῆς | τερατογονίᾱς | τῶν | τερατογονιῶν |
δοτική | τῇ | τερατογονίᾳ | ταῖς | τερατογονίαις |
αιτιατική | τὴν | τερατογονίᾱν | τὰς | τερατογονίᾱς |
κλητική ὦ! | τερατογονίᾱ | τερατογονίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τερατογονίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τερατογονίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τερατογονία < αρχαία ελληνική τέρας, τερατο- + -γονία < γίγνομαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τερατογονία θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- τερατογονία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα τερατο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γονία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα τερατο- (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -γονία (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)