τερώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ποντιακά (pnt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τερώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τηρῶ (τηρέω)
Ρήμα[επεξεργασία]
τερώ
- κοιτάζω, κοινή νέα ελληνική τηράω
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- Πολά υψήλα μη τερείς πολλά ψηλέσα 'κ είσαι, σην μαχαλά'μ ετράνυνες εξέρω τίνος είσαι. : Μη κοιτάς πολύ ψηλά γιατί πολύ ψηλή δεν είσαι, στη γειτονιά μου μεγάλωσες και ξέρω τίνος είσαι. (Ποντιακό στιχάκι)