τετρααιθύλιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τετρααιθύλιο τα τετρααιθύλια
      γενική του τετρααιθυλίου
τετρααιθύλιου
των τετρααιθυλίων
    αιτιατική το τετρααιθύλιο τα τετρααιθύλια
     κλητική τετρααιθύλιο τετρααιθύλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τετρααιθύλιο < {π|τετρα-}} + αιθύλιο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τετρααιθύλιο ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]