τετραποδισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τετραποδισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τετραποδισμός αρσενικό
- βάδισμα σε τέσσερα άκρα
- (μεταφορικά) η ζωώδης συμπεριφορά ανθρώπου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετραποδισμός
|