τετρασέλινο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τετρασέλινο ουδέτερο
- (κυπριακά) παλιό κέρμα της Κύπρου, ισοδυναμούσε με τέσσερα σελίνια, ή 20 σεντ. Σε κυκλοφορία από το 1983 ως την εισαγωγή του ευρώ στην Κύπρο, το 2008.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τετρασέλινο
|