τζαμπέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τζαμπέ < τζάμπ(α) (< οθωμανική τουρκική جابا, τουρκική caba) + κατάληξη επιρρήμάτων -έ < γαλλική -é με χρήση σε μη γαλλικά δάνεια.[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /d͡zaˈbe/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τζα‐μπέ
Επίρρημα
[επεξεργασία]τζαμπέ
Επίθετο
[επεξεργασία]τζαμπέ άκλιτο
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ «τσαμπέ» s.v. "-έ" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας