τζαμπατζού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τζαμπατζού < τζαμπατζ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /d͡za.baˈd͡zu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τζα‐μπα‐τζού
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τζαμπατζού θηλυκό
- θηλυκό του τζαμπατζής
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε τζαμπατζής
τζαμπατζού
|