τηγανητά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | τηγανητά | ||
γενική | των | τηγανητών | ||
αιτιατική | τα | τηγανητά | ||
κλητική | τηγανητά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τηγανητά < πληθυντικός αριθμός του τηγανητό, ουδέτερο του τηγανητός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τηγανητά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τηγανητά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
τηγανητά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τηγανητός