τηλεσκοπικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τηλεσκοπικός < τηλεσκόπιο
Επίθετο[επεξεργασία]
τηλεσκοπικός, -ή, -ό
- σχετικός με το τηλεσκόπιο
- που είναι κατασκευασμένος από κυλινδρικά μέρη διαφορετικής διατομής κατά τρόπο ώστε το ένα μέρος να μπορεί να συμπτύσσεται μέσα στο άλλο και επομένως το μήκος του συνόλου να αυξομειώνεται
- τηλεσκοπική κεραία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τηλεσκοπικός