τιρμπουσόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τιρμπουσόν < γαλλική tire-bouchon ή tirebouchon < tirer + bouchon
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τιρμπουσόν ουδέτερο άκλιτο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Corkscrew στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τιρμπουσόν