τιτζυρόκωλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τιτζυρόκωλος < τίτζυρ(ος) (γυμνός) + -ό- + κώλος

Επίθετο

[επεξεργασία]

τιτζυρόκωλος

  1. ολόγυμνος
  2. (μεταφορικά) πάμφτωχος

Συγγενικά

[επεξεργασία]