τιτρώσκω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τιτρώσκω < αρχαία ελληνική τιτρώσκω
Ρήμα[επεξεργασία]
τιτρώσκω
- προξενώ φθορά
- πληγώνω
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Το ρήμα χρησιμοποιείται πλέον κυρίως στην παθητική φωνή και με το συνοπτικό θέμα του (γ΄ενικ. αορίστου: ετρώθη, παρακειμένου: έχει τρωθεί)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
τιτρώσκω, μελλ. τρώσω, αόρ. ἔτρωσα — Παθ., μέλ. τρωθήσομαι, και στη Μέσ. τρώσομαι, γʹ μέλ. τετρώσομαι, αόρ. ἐτρώθην, παρακ. τέτρωμαι·
- τραυματίζω, πληγώνω
- φονεύω, σκοτώνω
- καταστρέφω, αχρηστεύω
- προξενώ φθορά