τοξίνωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τοξίνωση | οι | τοξινώσεις |
γενική | της | τοξίνωσης* | των | τοξινώσεων |
αιτιατική | την | τοξίνωση | τις | τοξινώσεις |
κλητική | τοξίνωση | τοξινώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τοξινώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τοξίνωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τοξίνωση θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τοξίνωση
|