τοπίο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τοπίο | τα | τοπία |
γενική | του | τοπίου | των | τοπίων |
αιτιατική | το | τοπίο | τα | τοπία |
κλητική | τοπίο | τοπία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τοπίο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τοπίον < ελληνιστική κοινή τόπιον (αγροτεμάχιο) < αρχαία ελληνική τόπος
- για τη ζωγραφική < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική paysage
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /toˈpi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : το‐πί‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τοπίο ουδέτερο
- τόπος / έκταση που θεωρείται ως μια ενότητα από κάποιον παρατηρητή
- (ζωγραφική) πίνακας ζωγραφικής με θέμα μια τέτοια έκταση
- (μεταφορικά) η κατάσταση και οι ιδιαιτερότητες που παρατηρούνται σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη τόπος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ζωγραφική (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)