τοποκεντρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τοποκεντρικός < τόπ(ος) + -ο- + κεντρικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική topocentric (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /to.po.cen.dɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : το‐πο‐κε‐ντρι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
τοποκεντρικός, -ή, -ό
- που έχει σαν προτεραιότητα τον τόπο ή το τοπικό
- ↪ κινητή ή τοποκεντρική αγορά
- ↪ 'τοποκεντρικό σύστημα αναφοράς συντεταγμένων
- ↪ οικολογικός τοποκεντρικός' σχεδιασμός
- → χρειάζεται παράθεμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τοποκεντρικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με συνθετικό 'κεντρικός' (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χρειάζονται παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)