τορνευτής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τορνευτής < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τορνευτής αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

τορνευτής